- συκοβασίλεια
- σῡκο-βᾰσίλεια, τά,A royal figs, a very fine kind, Ath.3.78a.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συκοβασίλεια — royal figs neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συκοβασίλεια — τὰ, Α τα βασιλικά σύκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦκον + βασίλειος] … Dictionary of Greek